φιάσκο


φιάσκο
Προφορά

Ετυμολογία
φιάσκο └ιταλ┘fiasco

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το φιάσκο

✦ παταγώδης αποτυχία ή πάθημα που προκαλεί χλευασμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.