φθονερός
Προφορά
Ετυμολογία
φθονερός αρχαία ελληνική φθονερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φθονερός -ή, -ό
✦ που φθονεί τους άλλους, που ορμάται από φθόνο: ο γέρων φθονερός και των έργων εχθρός (Α. Κάλβος)
Συνώνυμα
ζηλόφθονος, ζηλιάρης, μοχθηρός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
φθονερά (Κ φθονερώς)