φθινόπωρο


φθινόπωρο
Προφορά

Ετυμολογία
φθινόπωρο αρχαία ελληνική φθινόπωρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φθινόπωρο

✦ η εποχή του έτους ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα
(μτφ. ) η ηλικία που προσεγγίζει τα γηρατειά, η ωριμότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.