φεύγω
Προφορά
Ετυμολογία
φεύγω αρχαία ελληνική φεύγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φεύγω
✦ απομακρύνομαι από κάπου γρήγορα και βιαστικά: φρ. όπου φύγει φύγει
✦ αναχωρώ: έφυγε για το εξωτερικό – το πλοίο φεύγει το πρωί
✦ αποχωρώ: έφυγε από το γραφείο το μεσημέρι
✦ (συνεκδ.) αποχωρώ οριστικά από επαγγελματικό ή άλλο χώρο: έφυγε από την υπηρεσία – από την οργάνωση – από το κόμμα
✦ πεθαίνω: ίσαμε το 1913 που έφυγε από τη ζωή (Κ. Βάρναλης)
✦ διαφεύγω, δραπετεύω: έφυγε ο κρατούμενος από το κτίριο της Αστυνομίας – έφυγε μέσα από τα χέρια τους
✦ ξεφεύγω: μη σου φύγει καμιά κουβέντα
✦ (για χρόνο) περνώ: έφυγε ο χειμώνας
✦ αποφεύγω (αρχαία ελληνική γνωμ.) το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον
✦ (μτφ. ) απαλλάσσομαι από δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: μου ‘φυγε ένα βάρος με το που τελείωσε η δουλειά – μου ‘φυγε το άγχος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–