φερμουάρ


φερμουάρ
Προφορά

Ετυμολογία
φερμουάρ └γαλλ┘ fermoir

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το φερμουάρ

✦ είδος που αποτελείται από δύο ταινίες υφάσματος με μεταλλικές ή πλαστικές οδοντώσεις, και ράβεται κατά μήκος σε δυο κομμάτια ενδύματος, τσάντας, βαλίτσας κτλ. για το ανοιγοκλείσιμό τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.