φεγγίτης
Προφορά
Ετυμολογία
φεγγίτης μεταγενέστερη ελληνική φεγγίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φεγγίτης
✦ κυκλικό ή ορθογώνιο άνοιγμα σε στέγη ή τοίχο και σε αρκετό ύψος από το δάπεδο, για να μπαίνει το φως της μέρας
✦ υαλόφρακτο πλαίσιο στο πάνω μέρος των παραθύρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–