φεγγάρι


φεγγάρι
Προφορά

Ετυμολογία
φεγγάρι μεσαιωνική ελληνική φεγγάριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φεγγάρι

✦ η σελήνη
✦ το σεληνόφως
✦ σεληνιακός μήνας
✦ φρ. ένα φεγγάρι, κάποιο χρονικό διάστημα: είχε κάνει και στη θάλασσα ένα φεγγάρι, μα δε θυμάμαι με ποιαν ιδιότητα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.