φίδι
Προφορά
Ετυμολογία
φίδι μεσαιωνική ελληνική φίδιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φίδι
✦ είδος ερπετού, όφις
✦ φρ. φίδι κολοβό, άνθρωπος παμπόνηρος ή πολύ κακός – τον ζώσανε τα φίδια, άρχισε να υποψιάζεται κίνδυνο
✦ (μτφ. ) ύπουλος άνθρωπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–