φήμη


φήμη
Προφορά

Ετυμολογία
φήμη αρχαία ελληνική φήμη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φήμη

✦ ό,τι διαδίδεται ανεξέλεγκτα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση, διάδοση
✦ καλή ή κακή γνώμη για κάποιον
✦ υπόληψη, καλό όνομα, δόξα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.