υψηλός


υψηλός
Προφορά

Ετυμολογία
υψηλός αρχαία ελληνική ὑψηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ υψηλός -ή, -ό

✦ που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από κάποιον άλλον με τον οποίο συγκρίνεται
✦ (για ήχους και φωνές) έντονος, οξύς
(μτφ. ) ο ηθικά ή πνευματικά ανώτερος: υψηλά ιδανικά – υψηλά ιδεώδη
✦ ο ανώτερος από το κανονικό, αποδεκτό ή σύνηθες επίπεδο: υψηλές τιμές προϊόντων – υψηλές τιμές θερμοκρασίας – υψηλά κέρδη – υψηλό ποσοστό συμμετοχής
✦ ο χαρακτηριζόμενος από ιδιότητα, γνώρισμα κτλ. που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: ομάδες υψηλού κινδύνου (που είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε κίνδυνο)
✦ η λ. για να χαρακτηρίσει το ανώτερο επίπεδο μιας βιομηχανικής, τεχνολογικής, οικονομικής κτλ. παραγωγής· υψηλή πιστότητα (μτφρ. του αγγλικά high fidelity) για μηχανήματα που έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν τον ήχο σε υψηλό βαθμό πιστότητας προς την αρχική ηχητική πηγή· υψηλή τεχνολογία (μτφρ. του αγγλικά high technology) τεχνολογία στην οποία περιλαμβάνονται η παραγωγή και η χρήση προηγμένων μηχανών ιδ. στον τομέα της ηλεκτρονικής
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ’ ένα ανώτερο οικονομικό, κοινωνικό ή πνευματικό επίπεδο: υψηλό βιοτικό επίπεδο· υψηλή κοινωνία, όσοι ανήκουν στα ανώτατα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόσωπα που κατέχουν αξιώματα ή σε ενέργειες αξιωματούχων: υψηλά ιστάμενοι, αυτοί που ασκούν εξουσία· συνάντηση υψηλού επιπέδου, μεταξύ σημαντικών αξιωματούχων· υψηλοί κύκλοι κ. υψηλά πρόσωπα, τα πρόσωπα που ασκούν πολιτική ή οικονομική επιρροή
✦ φρ. αφ’ υψηλού, με ακαταδεξιά

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαμηλός, κοντός
Επιρρήματα
υψηλά (Κ υψηλώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.