υποψήφιος
Προφορά
Ετυμολογία
υποψήφιος μεσαιωνική ελληνική ὑποψήφιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υποψήφιος -α, -ο
✦ πρόσωπο που περιμένει να εκλεγεί σε ψηφοφορία
✦ που αποβλέπει σε κάποια θέση ή άλλη αποκατάσταση
✦ αρσ. κ. θηλ. ως ουσ., αυτός που εκτίθεται σε ψηφοφορία ή συμμετέχει σε εξετάσεις, και αποβλέπει σε κάποια θέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–