υποχωρώ
Προφορά
Ετυμολογία
υποχωρώ αρχαία ελληνική ὑποχωρέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποχωρώ -είς, -εί
✦ βαδίζω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
✦ καθιζάνω
✦ αποβάλλω την ένταση, ανακόπτω την ορμή μου
✦ δεν επιμένω σε απόψεις ή απαιτήσεις μου, συμβιβάζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εμμένω
Επιρρήματα
–