υποχρεωτικός


υποχρεωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
υποχρεωτικός υποχρεώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ υποχρεωτικός -ή, -ό

✦ που επιβάλλεται από υποχρέωση: υποχρεωτική ψήφος – υποχρεωτική στρατιωτική θητεία
✦ που δημιουργεί υποχρέωση, εξυπηρετικός, περιποιητικός

Συνώνυμα
αναγκαστικός, στανικός
Αντίθετα
προαιρετικός, θεληματικός
Επιρρήματα
υποχρεωτικά (Κ υποχρεωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.