υποχρέωση


υποχρέωση
Προφορά

Ετυμολογία
υποχρέωση υποχρεώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υποχρέωση

✦ πράξη ή σειρά πράξεων που επιβάλλει ο νόμος και αναγκάζει κάποιον να εκτελέσει: υποχρέωση καταβολής φόρου – οι πολίτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις
✦ στρατιωτικές υποχρεώσεις, η υπηρέτηση στις ένοπλες δυνάμεις, το να εκτελέσει κάποιος τη στρατιωτική του θητεία
✦ ηθική επιταγή που δεσμεύει κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι: έχει υποχρέωση να φροντίσει τους γονείς του
✦ οικογενειακές υποχρεώσεις, ηθικό χρέος, καθήκον που έχει κάποιος για τη φροντίδα της οικογένειάς του
✦ σειρά ενεργειών που υπαγορεύουν οι κοινωνικές συνήθειες ή συνθήκες: κοινωνικές υποχρεώσεις – έχω διάφορες υποχρεώσεις αυτή τη βδομάδα
✦ φρ. έχω υποχρέωση σε κάποιον, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον – έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, οφείλω – αναλαμβάνω υποχρέωση απέναντι σε κάποιον, δεσμεύομαι ότι θα κάνω κάτι για κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.