υπουργός
Προφορά
Ετυμολογία
υπουργός αρχαία ελληνική ὑπουργός (= βοηθός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η υπουργός
✦ ανώτατος δημόσιος λειτουργός, προϊστάμενος διοικητικού κλάδου και μέλος της κυβερνήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–