υποτίμηση
Προφορά
Ετυμολογία
υποτίμηση μεταγενέστερη ελληνική ὑποτίμησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υποτίμηση
✦ μείωση της τιμής ενός πράγματος
✦ εκτίμηση προσώπου, ή πράγματος κάτω από την πραγματική του αξία ή σημασία
✦ (οικον.) υποτίμηση νομίσματος, η εκούσια μείωση της αξίας του νομίσματος μιας χώρας, έναντι των νομισμάτων άλλων χωρών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανατίμηση, υπερτίμηση
Επιρρήματα
–