υπομονή
Προφορά
Ετυμολογία
υπομονή αρχαία ελληνική ὑπομονή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπομονή
✦ η κατάσταση του προσώπου που υπομένει, που δεν δυσανασχετεί ή δε βιάζεται
✦ ανοχή, ανεκτικότητα
✦ φρ. κάνω υπομονή, εγκαρτερώ, υπομονεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανυπομονησία
Επιρρήματα
–