υπεύθυνος
Προφορά
Ετυμολογία
υπεύθυνος αρχαία ελληνική ὑπεύθυνος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπεύθυνος -η, -ο
✦ αυτός που έχει τη νομική ή ηθική ευθύνη για κάτι: είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του εργοστασίου – υπεύθυνος για την ασφάλεια των εργαζομένων – οι γονείς είναι υπεύθυνοι για την ανατροφή των παιδιών
✦ αυτός που ευθύνεται για κάτι, ο αίτιος: υπεύθυνος για το ατύχημα ήταν ο οδηγός του φορτηγού
✦ αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: υπεύθυνη δήλωση
✦ αυτός που υπολογίζει τις συνέπειες των πράξεών του: υπεύθυνος οδηγός – υπεύθυνη συμπεριφορά
✦ ο συνεπής στις υποχρεώσεις του: υπεύθυνος πολίτης
✦ (για εργασία) που απαιτεί σοβαρότητα ή χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα: υπεύθυνη δουλειά
✦ (για θέση εργασίας) που απαιτεί τη λήψη αποφάσεων: υπεύθυνη θέση – υπεύθυνος ρόλος
✦ αρσ. κ. θηλ. υπεύθυνος ως ουσ., αυτός που έχει το δικαίωμα να ενεργεί και να κρίνει σύμφωνα με όσα απορρέουν από το αξίωμα ή τη θέση του: υπεύθυνοι του υπουργείου – ο υπεύθυνος του τμήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανεύθυνος
Επιρρήματα
υπεύθυνα (Κ υπευθύνως)