υπερβάλλω


υπερβάλλω
Προφορά

Ετυμολογία
υπερβάλλω αρχαία ελληνική ὑπερβάλλω

Ερμηνεία
ρήμα υπερβάλλω

✦ περνώ πάνω από κάποιον, υπερβαίνω
(μτφ. ) υπερνικώ, υπερτερώ
✦ μεγαλοποιώ
✦ η μτχ. ενεστ. υπερβάλλων, -ουσα, -ον ως επίθ., υπερβολικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.