υπέρηχος
Προφορά
Ετυμολογία
υπέρηχος υπέρ + ήχος• απόδοση του └αγγλ┘όρου ultrasound
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υπέρηχος
✦ εύχρ. στον πληθ. υπέρηχοι, ταλαντώσεις παρόμοιες των ήχων, υψηλότερης όμως συχνότητας, ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από την ανθρώπινη ακοή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–