υδατόπτωση
Προφορά
Ετυμολογία
υδατόπτωση ύδωρ + πτώσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υδατόπτωση
✦ πτώση, από μεγάλο ύψος, όγκων νερού, ιδ. υδάτων ποταμού, που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία υδροηλεκτρικών έργων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–