τύχη


τύχη
Προφορά

Ετυμολογία
τύχη αρχαία ελληνική τύχη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τύχη

✦ σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων, ευχάριστων ή δυσάρεστων
✦ η μοίρα, το ριζικό
✦ φρ. τύχη βουνό, μεγάλη τύχη – βρίσκω την τύχη μου, επιτυγχάνω οικονομικώς – καλή τύχη, καλή επιτυχία· ιδ. ως ευχή σε νέα για να βρει καλό σύζυγο – κατά τύχη, τυχαία, χωρίς να το περιμένει κανείς – της τύχης τα γραμμένα, τα προκαθορισμένα από τη μοίρα – στην τύχη, χωρίς προμελέτη ή επιλογή, κουτουρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.