τύμπανο
Προφορά
Ετυμολογία
τύμπανο αρχαία ελληνική τύμπανον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τύμπανο
✦ κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από τεντωμένο δέρμα σε πλατιά στεφάνη, ταμπούρλο, νταούλι
✦ (μτφ. ) φρ. χτυπούν – ηχούν τα τύμπανα του πολέμου, προαναγγέλλεται ή διεξάγεται πόλεμος: τα τύμπανα του πολέμου φαίνεται πως άρχισαν να ηχούν στον Περσικό (Αντί)
✦ (ανατομ.) ο υμένας που κλείνει την κοιλότητα του μέσου ωτός
✦ τροχός αμάξης από συμπαγές ξύλο
✦ (αρχιτ.) η τριγωνική επιφάνεια του αετώματος
✦ κυλινδρικός ή πολυγωνικός τοίχος όπου στηρίζεται θόλος
✦ καθετί με τυμπανοειδές σχήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–