τόξο


τόξο
Προφορά

Ετυμολογία
τόξο αρχαία ελληνική τόξον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τόξο

✦ αρχαίο επιθετικό όπλο με το οποίο ρίχνονταν βέλη
✦ (γεωμ.) τμήμα καμπύλης
✦ (αρχιτ.) αψίδα, καμάρα
✦ ουράνιο τόξο, έγχρωμο φωτεινό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, που εμφανίζεται μετά τη βροχή, η ίριδα, ζώνη της Παναγίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.