τόνος
Προφορά
Ετυμολογία
τόνος αρχαία ελληνική τόνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τόνος
✦ τέντωμα
✦ βαθμός ύψωσης ή έντασης ήχου και ιδ. της φωνής
✦ έμφαση
✦ ζωηρότητα
✦ (φυσιολ.) ο βαθμός της τάσης των ζώντων ιστών
✦ (μουσ.) κλίμακα στην οποία πρόκειται να εκτελεσθεί μουσική σύνθεση
✦ (ζωγρ.) βαθμός έντασης του χρώματος, διαβάθμιση του φωτός και της σκιάς
✦ (μτφ. φρ.) δίνω τον τόνο, δίνω το ρυθμό μιας ενέργειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–