τυχαίος
Προφορά
Ετυμολογία
τυχαίος μεταγενέστερη ελληνική τυχαῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τυχαίος -α, -ο
✦ που γίνεται κατά τύχη, απρόβλεπτος: τυχαίο περιστατικό
✦ ασήμαντος, συνηθισμένος: δεν είναι τυχαίος άνθρωπος
Συνώνυμα
συμπτωματικός
Αντίθετα
σκόπιμος, ηθελημένος, αναπότρεπτος ,σπουδαίος, σημαντικός
Επιρρήματα
τυχαία (Κ τυχαίως), κατά τύχη:τυχαίως τα βλέμματά των συναντήθηκαν (Κ. Καβάφης)