τυφλός
Προφορά
Ετυμολογία
τυφλός αρχαία ελληνική τυφλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τυφλός -ή, -ό
✦ που δεν έχει όραση, αόμματος, στραβός
✦ (μτφ. ) άκριτος, παράφορος, ανεξέλεγκτος
✦ ο χωρίς διέξοδο
✦ τυφλό σύστημα, σύστημα δακτυλογράφησης κατά το οποίο έχει την ικανότητα κάποιος, μετά από ειδική εκπαίδευση, να δακτυλογραφεί, χωρίς να βλέπει τα πλήκτρα
✦ ουδ. το τυφλό(ν) (ενν. έντερον) ως ουσ., η αρχική μοίρα στο παχύ έντερο
✦ φρ. τυφλοίς όμμασι, με πλήρη εμπιστοσύνη, με κλειστά μάτια – στα τυφλά, χωρίς επίγνωση, στα κουτουρού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τυφλά (Κ τυφλώς)