τυπικός


τυπικός
Προφορά

Ετυμολογία
τυπικός μεταγενέστερη ελληνική τυπικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυπικός -ή, -ό

✦ ο σύμφωνος με τους τύπους, που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ομάδας πραγμάτων
✦ (για προσόντα) που θεωρούνται απαραίτητα, και αποδεικνύονται με επίσημα έγγραφα για συγκεκριμένη θέση εργασίας: δεν έχει τα τυπικά προσόντα γι’ αυτή τη θέση
✦ ο αναφερόμενος στην εξωτερική μορφή, και όχι στην ουσία, επιφανειακός
✦ που επιβάλλεται από τα καθιερωμένα
✦ (για πρόσ.) που συμμορφώνεται με τους τύπους, που αγαπά τους τύπους περισσότερο από την ουσία
(μτφ. ) ψυχρός, χωρίς εγκαρδιότητα
✦ ουδ. τυπικό(ν) ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
τυπικά (Κ τυπικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.