τυλίγω


τυλίγω
Προφορά

Ετυμολογία
τυλίγω μεσαιωνική ελληνική τυλίγω, από το ἐτύλιξα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική τυλίσσω

Ερμηνεία
ρήμα τυλίγω

✦ στρέφω κάτι γύρω απ’ τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω
✦ περιβάλλω με κάλυμμα, περιτυλίγω
(μτφ. ) περιβάλλω, καλύπτω: ο δρόμος… ήταν… έρημος, τα σπίτια τυλιγμένα από μια βαριά βουβαμάρα (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) μπλέκω σε πλεκτάνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.