τσαλαβουτώ


τσαλαβουτώ
Προφορά

Ετυμολογία
τσαλαβουτώ κατά Μ. Φιλήντα, από τη └φρ┘έξαλλα βουτώ• κατά Π. Πιλαβάκη, από τη └φρ┘άτσαλα βουτώ

Ερμηνεία
ρήμα τσαλαβουτώ -άς, -ά

✦ βουτώ στη λάσπη: γκρίζες κοτρόνες μεσ’ στο βούρκο που τώρα μέσα του τσαλαβουτούσαν κάτι καταλερωμένες άσπρες πάπιες (Γ. Μπεράτης)
✦ εργάζομαι ή ενεργώ απρόσεχτα, επιπόλαια, είμαι τσαπατσούλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.