τρώω


τρώω
Προφορά

Ετυμολογία
τρώω αρχαία ελληνική τρώγω (= ροκανίζω με τα δόντια)

Ερμηνεία
τρώω

✦ κ. τρώω ρ. (έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος) μασώ και καταπίνω τροφή
✦ γευματίζω
✦ μου αρέσει κάποιο φαγητό
✦ δεν τηρώ νηστεία, αρταίνομαι
✦ δαγκώνω
(μτφ. ) τρίβω, προκαλώ φθορά
✦ καταναλώνω
✦ ξοδεύω, σπαταλώ,
✦ βασανίζω, φθείρω: φρ. τον τρώει η ζήλια – η στενοχώρια – το μαράζι
✦ καταχρώμαι
✦ παθαίνω κάτι κακό
✦ καταβάλλω, νικώ, ξεπερνώ
✦ παρακαλώ ή παρακινώ επίμονα
✦ (ως απρόσ.) με τρώει, έχω φαγούρα ή μου προκαλεί φαγούρα· (μτφ. ) με απασχολεί
✦ (μέσ.) τρώγομαι, είμαι κατάλληλος για τροφή
(μτφ. ) είμαι υποφερτός
✦ αξιώνω
✦ επιδιώκω κάτι με επιμονή
✦ φιλονικώ, γκρινιάζω
✦ φρ. τον τρώει η μύτη του – η ράχη του, προκαλεί ο ίδιος την τιμωρία του – έφαγα τον κόσμο, κατέβαλα μύριες προσπάθειες ή έψαξα παντού – τρώει τα νύχια του… αδημονεί – τρώει τα σίδερα, είναι ασυγκράτητος – έφαγε το κεφάλι του, έχασε τη ζωή του ή ζημιώθηκε από δικό του σφάλμα – τρώει τα λόγια του, δυσκολεύεται στην προφορά – έφαγε τα λυσσιακά του…, προσπάθησε με κάθε τρόπο – τρώγεται με τα ρούχα του, γκρινιάζει για το τίποτα – έφαγε της χρονιάς του, τον έδειραν αλύπητα – έφαγε τη χυλόπιτα, διώχτηκε ως ανεπιθύμητος – δεν τρώει άχερα, είναι έξυπνος – το τρώγω και με τρώει, δεν αισθάνομαι τι τρώγω από την ανησυχία μου – τρώει τον περίδρομο, είναι αχόρταγος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.