τρυπώ


τρυπώ
Προφορά

Ετυμολογία
τρυπώ αρχαία ελληνική τρυπάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα τρυπώ -άς, -ά

✦ ανοίγω τρύπα
✦ κεντώ, πληγώνω με μυτερό όργανο
(μτφ. ) διαπερνώ: η φωνή του μου τρύπησε τ’ αφτιά – ο πόνος τρυπούσε στην καρδιά
✦ (αμτβ.) μπορώ να πληγώσω: πρόσεξε γιατί η βελόνα τρυπά
✦ γίνομαι διάτρητος: τρύπησε το καζανάκι και τρέχει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.