τροποποιώ


τροποποιώ
Προφορά

Ετυμολογία
τροποποιώ τρόπος + ποιώ

Ερμηνεία
ρήμα τροποποιώ -είς, -εί

✦ επιφέρω μεταβολή ή μεταβολές σε κάτι, το αλλάζω: από τότε, έχει τροποποιήσει αρκετά τις απόψεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.