τραχύς


τραχύς
Προφορά

Ετυμολογία
τραχύς αρχαία ελληνική τραχύς

Ερμηνεία
τραχύς

✦ -ιά, -ύ επίθ. (Κ -εία, -ύ) που δεν έχει ομαλή επιφάνεια: τραχύς δρόμος
✦ ανώμαλος κατά την αφή, σκληρός: τραχύ ύφασμα
✦ δύσκαμπτος: το μαλλί του… ήτανε… τραχύ σαν αλογίσιο (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) απότομος, βάναυσος, βίαιος
(μτφ. ) δύσκολος, κοπιαστικός: τέτοια χεράκια δεν είναι πλασμένα για τραχιές δουλειές (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) βαρύς, άγριος: τραχιά φωνή

Συνώνυμα
αγροίκος, σκαιός, ωμός
Αντίθετα
πράος, ήπιος, μειλίχιος
Επιρρήματα
τραχιά (Κ τραχέως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.