τρανζίστορ
Προφορά
Ετυμολογία
τρανζίστορ └αγγλ┘transistor, συγκοπή της └φρ┘transfer resistor
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τρανζίστορ
✦ διάταξη από ημιαγωγούς κρυστάλλους που μπορεί να αντικαταστήσει τις ηλεκτρονικές λυχνίες στα ηλεκτρικά κυκλώματα
✦ μικρό ραδιόφωνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–