τραμπολίνο
Προφορά
Ετυμολογία
τραμπολίνο └ιταλ┘trampolino
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τραμπολίνο
✦ όργανο γυμναστικής που αποτελείται από ένα ελαστικό στρώμα, το οποίο συγκρατείται σε μεταλλικό πλαίσιο με χαλύβδινα ελατήρια, και χρησιμεύει για την εκτέλεση ακροβατικών ασκήσεων και αναπηδήσεων
✦ (συνεκδ.) οι ασκήσεις που εκτελούνται στο όργανο αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–