τραμπάλα


τραμπάλα
Προφορά

Ετυμολογία
τραμπάλα └ιταλ┘traballare (= ταλαντεύομαι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τραμπάλα

✦ είδος κούνιας, μακρύ δοκάρι ή σανίδα που ταλαντεύεται πάνω σε ψηλό υποστήριγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.