τραβεστί


τραβεστί
Προφορά

Ετυμολογία
τραβεστί └γαλλ┘ travesti

Ερμηνεία
τραβεστί

✦ άκλ. ουσ. ομοφυλόφιλος που ντύνεται με γυναικεία ρούχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.