τουρκικός


τουρκικός
Προφορά

Ετυμολογία
τουρκικός Τούρκος

Ερμηνεία
τουρκικός

✦ -ή, -ό κ. τούρκικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) που ανήκει ή αναφέρεται στους Τούρκους ή την Τουρκία
✦ θηλ. η τουρκική κ. πληθ. ουδ. τα τουρκικά ή τούρκικα ως ουσ., η γλώσσα των Τούρκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.