τουρίστας Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply τουρίσταςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/τουρίστας.mp3Ετυμολογίατουρίστας └αγγλ┘tourist Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο τουρίστας ✦ θηλ. τουρίστρια αυτός που ταξιδεύει για να επισκεφθεί τόπους, διαφορετικούς από τον τόπο διαμονής του, για αναψυχή Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–