τορπιλίζω


τορπιλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τορπιλίζω τορπίλη

Ερμηνεία
ρήμα τορπιλίζω

✦ εκτοξεύω τορπίλη, ανατινάζω με τορπίλη
(μτφ. ) ματαιώνω ή καταστρέφω κάτι με ύπουλες ενέργειες

Συνώνυμα
σαμποτάρω, υπονομεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.