τοποθετώ
Προφορά
Ετυμολογία
τοποθετώ μεταγενέστερη ελληνική τοποθετῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τοποθετώ -είς, -εί
✦ βάζω κάπου, σε κατάλληλο τόπο
✦ διορίζω πρόσωπο σε θέση για την άσκηση υπηρεσίας, λειτουργήματος
✦ διαθέτω χρήματα για να κερδίσω: τοποθέτησε τις οικονομίες του σε ομολογίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–