τοπικός


τοπικός
Προφορά

Ετυμολογία
τοπικός αρχαία ελληνική τοπικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τοπικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε ορισμένον τόπο, ο χαρακτηριστικός ορισμένου τόπου: τοπικό κλίμα – τοπικές συνθήκες
✦ που συμβαίνει σε ορισμένο τόπο: τοπικές βροχές
✦ (γραμμ.) που δηλώνει τόπο: τοπικά επιρρήματα |(ιατρ.) ο σχετικός με ορισμένο μέρος του σώματος: τοπική αναισθησία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
τοπικά (Κ τοπικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.