τονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
τονίζω μεσαιωνική ελληνική τονίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τονίζω
✦ (γραμμ.) βάζω τονικό σημάδι στην κατάλληλη συλλαβή: δεν τονίζει σωστά τις λέξεις
✦ προφέρω με έμφαση: η φράση αυτή πρέπει να τονιστεί
✦ υποδεικνύω έντονα, εφιστώ την προσοχή: του τόνισα τις ευθύνες του
✦ (μουσ.) μελοποιώ: ο εθνικός μας ύμνος έχει τονισθεί από τον Μάντζαρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–