τοίχος
Προφορά
Ετυμολογία
τοίχος αρχαία ελληνική τοῖχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τοίχος
✦ κτίσμα από πέτρες, τούβλα κτλ. που χρησιμεύει ως περίφραγμα χώρου, ως διάφραγμα μεταξύ δύο χώρων ή ως στήριγμα
✦ φρ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση, αποστομώνω – στήνω στον τοίχο, εκτελώ κάποιον· (μτφ. ) φέρω σε δύσκολη θέση – χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω – κι οι τοίχοι έχουν αφτιά, απαιτείται προσοχή, όταν εκμυστηρεύεται κάποιος κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–