ταμπουράς


ταμπουράς
Προφορά

Ετυμολογία
ταμπουράς μεσαιωνική ελληνική ταμπουράς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταμπουράς

✦ έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο με αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ βραχίονα
✦ φρ. η κοιλιά του παίζει – βαράει ταμπουρά, πεινάει πολύ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.