ταμπά
Προφορά
Ετυμολογία
ταμπά └γαλλ┘ tabac (= καπνός)
Ερμηνεία
ταμπά
✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. χρώμα καφέ, που μοιάζει με το χρώμα των αποξηραμένων φύλλων του καπνού
✦ (ως επίθ.) που έχει αυτό το χρώμα: φούστα – πανωφόρι ταμπά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–