τακτός


τακτός
Προφορά

Ετυμολογία
τακτός αρχαία ελληνική τακτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τακτός -ή, -ό

✦ καθορισμένος: το χρέος θα εξοφληθεί σε τακτό χρόνο – δεν υπάρχει τακτή προθεσμία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.