τάλαντο


τάλαντο
Προφορά

Ετυμολογία
τάλαντο αρχαία ελληνική τάλαντον (η σημερ. σημ. από το └ιταλ┘talento)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τάλαντο

✦ στην αρχαιότητα, μονάδα βάρους
✦ νομισματική μονάδα των αρχαίων
✦ φυσικό προσόν, χάρισμα, ταλέντο: είχε φέρει το πηγαίο τάλαντό της στον ανώτατο βαθμό της απόδοσής του (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.