τάιμ άουτ


τάιμ άουτ
Προφορά

Ετυμολογία
τάιμ άουτ └αγγλ┘time-out

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τάιμ άουτ

✦ σύντομο διάλειμμα κατά τη διεξαγωγή του αγώνα σε ομαδικό άθλημα (π.χ. μπάσκετ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.